- καλλίκερως
- καλλίκερω̆ς , καλλίκερωςadverbialκαλλίκερω̆ς , καλλίκερωςmasc/fem nom plκαλλίκερω̆ς , καλλίκερωςmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλίκερως — ο, η (Α καλλίκερως) αυτός που έχει ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. ολιγό κερως ορθό κερως] … Dictionary of Greek
καλλικέρως — καλλικέρας with beautiful horns neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίκερων — καλλίκερω̆ν , καλλίκερως masc/fem/neut gen pl καλλίκερω̆ν , καλλίκερως masc/fem acc sg καλλίκερω̆ν , καλλίκερως neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίκερω — καλλίκερω̆ , καλλίκερως masc/fem/neut nom/voc/acc dual καλλίκερω̆ , καλλίκερως masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
καλλίκερας — καλλίκερας, θηλ. καλλικέρα (Α) ο καλλίκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κερας (< κέρας), πρβλ. οδοντό κερας, υψί κερας] … Dictionary of Greek
καλλίκερος — ο, η ο καλλίκερως* … Dictionary of Greek